-
1 столетие
столетие с 1) (юбилей) η εκατονταετία 2) (век) о αιώνας* * *с1) ( юбилей) η εκατονταετία2) ( век) ο αιώνας -
2 столетие
η εκατονταετία, (век) о αιώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столетие
-
3 столетие
столет||иес1. ἡ ἐκατονταετία, ὁ αίώ-νας·2. (годовщина) ἡ ἐκατονταετηρίδα [-ίς]. -
4 столетие
[σταλιέτιιε] ουσ. ο. εκατονταετία, αιώνας -
5 столетие
[σταλιέτιιε] ουσ ο εκατονταετία, αιώνας -
6 девятисотый
αριθμ. τακτ. εννιακοσιοστός, εννεακοσιοστός•девятисотый километр εννιακοσιοστό χιλιόμετρο•
-ые годы η ένατη εκατονταετία της χιλιετίας.
-
7 столетие
-я ουδ.1. εκατονταετία, αιώνας.2. εκατονταετηρίδα.
См. также в других словарях:
ἑκατονταετία — ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc/acc dual ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατονταετία — η (AM ἑκατονταετία) περίοδος εκατό χρόνων, εκατονταετηρίδα … Dictionary of Greek
εκατονταετία — η περίοδος εκατό ετών, εκατονταετηρίδα, αιώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑκατονταετίας — ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem acc pl ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταετίαν — ἑκατονταετίᾱν , ἑκατονταετία period of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аппиан — (Александрийский) Ἀππιανός (Ἀλεξανδρεύς) Дата рождения: ок. 95 Место рождения: Александрия Дата смерти: после 170 Страна … Википедия
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Αδελάρδος του Μπαθ — (Adelard οf Βαth,12ος αι.). Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ηγετική μορφή στην αναβίωση της κλασικής παιδείας στη Δύση κατά την εκατονταετία 1050 1150, στην οποία θεμελιώθηκε ο σχολαστικισμός του Μεσαίωνα. Η μεγαλύτερη συμβολή του ήταν η… … Dictionary of Greek